Το πέτρινο ερπετό αγναντεύει το λιβυκό πέλαγος
Στεριά
Ιούλιος. Και κάθε εμμονή με τον χρόνο. Η φυγόκεντρος των προσδιορισμών στενεύει τις σταθερές στις νόμιμες χρονολογίες. Καβατζάρει κανείς θύμησες με τέτοια μέσα; Ακόμη κι ας μη με καταλάβω ποτέ. Όσο κι αν χρονοτριβώ σε ερειπωμένες στάσεις τρένων. Σε αχρηστεμένα από τους αιώνες αγκυροβόλια. Αλίμονο, είναι τόσο αβάσταχτο το κενό που σφετερίζεται τις κοιλότητες του κρανίου μου. Μα ναι, θα ήταν υπέροχα δίχως τα σκουριασμένα μου θεωρητικά κόσκινα.Μπήκαμε στο τρένο. Θα ήταν υπερβολικά άβολή η ατμόσφαιρα για ονειροπόληση. Έτσι έπιασα τον Μαρκούζε και παρίστανα πως διάβαζα με αμείωτο ενδιαφέρον αναλύσεις των σύγχρονων καταπιεστικών κοινωνιών. Μονάχα ο τίτλος του βιβλίου μου ταιριάζει αυτές τις μέρες. Μονοδιάστατος άνθρωπος. Τελοσπάντων. γη έξω από το παράθυρο μου δείχνε κατάμουτρα πως χάνεται στη σχετικότητα της κίνησης και γω, που ούτε τα μέσα να μη το σκέφτομαι είχα, ούτε και την όρεξη, αφέθηκα στη ζάλη και στη ραστώνη των απαλών ήχων του περιβάλλοντος. Μετά από εκείνη την εισαγωγή που κατακεραύνωνε τον μακαρίτη φιλόσοφο, έχασα πια κάθε ενδιαφέρον να υποκρίνομαι τον θεωρητικό επαναστάτη και ρίχτηκα σε ένα πιο δύσκολο έργο. Έγειρα μήπως και φανεί μαζί μου γενναιόδωρη μια κάποια σωματική εξάντληση που εξασφάλισα από το ταξίδι. Όμως εκτός από λίγες αμφίβολες στιγμές που τα βλέφαρα μου παραβάρυναν τίποτε άλλο δεν κατόρθωσα. Δεν ενοχλήθηκα ούτως ή άλλως. Εδώ δεν είχα όρεξη για τον «Μονοδιάστατο άνθρωπο», για λίγα λεπτά ύπνου θα σκοτιζό-μουνα; Δεν αργήσαμε να φτάσουμε στην Τιθορέα. Ερωμένη από άλλους χρόνους και άλλους στίχους. Λιανοκλάδι. Μεγάλες αλλαγές για το μηχανικό μας τέρας. Μηχανο-δηγέ βίρα τις άγκυρες… μα άγκυρες στο ξερόχωμα της Στερεάς; Ε ναι. Εδώ πέρα κουμαντάρουμε τόσες άγκυρες στα καρβουνιασμένα μυαλά μας, μια παράδοξη σκέ-ψη, ή σκέψη-φράση για τους γλωσσολόγους που έντρομα απορούν, θα μας τρομάξει; Ναι κύριε
Wittgenstein, τα όρια του κόσμου μου είναι τα όρια της γλώσσας μου!
Έστω. Πριν, μια μικρούλα, όχι πάνω από πέντε ή έξι χρόνων, μιμούταν την σοβαρο-φάνεια μου. Επέστρεφε με τη μητέρα και τον αδερφό της στο σπίτι τους. Το συμπέ-ρανα από κάτι τηλεφωνήματα της γυναίκας με τον σύζυγο, μάλλον, αλλά κυρίως από την εξάντληση που ανέδυε η παρουσία τους. Τελικά με προσπέρασε κι αυτή η αδιά-φορη συνάντηση, αλλά εδώ δυστυχώς κανείς δεν γράφει για πράγματα αδιάφορα πα-ρά για κείνα που αφήνουν βαθιές χαρακιές και που πρώτα από όλα ψάχνουν χώρο για νέες πληγές, πιο δυσβάσταχτες.
Η γυναικεία φωνή ανάγγειλε την άφιξη μας. Μετά από ένα μικρό διάλλειμα και ένα ταξιδάκι υπογείως βρεθήκαμε στο λιμάνι. Είχαμε μπροστά μας γύρω στις τρεις ώρες και καθόλου όρεξη. Άρχισα κι εγώ τις παρατηρήσεις. Ε λοιπόν, αν σ’ όλα εκείνα τα περιφερόμενα κουφάρια έλεγε κανείς πως μια βουτιά σε τούτο το βούρκο θα τους γλίτωνε από τα αδιέξοδα τους, όχι μόνο θα το κάνανε άλλα θα προσπαθούσαν συνεχώς μετά την σίγουρη αποτυχία. Αν είναι λέει ζων ο χώρος κύριε Λεφέμπρ; Μωρέ, είναι και παραείναι. Και μάλιστα δύναμη που παίρνει μέρος σε κάθε κοινωνική διαμόρφωση. Πάλη των τάξεων και βάλε! Σιωπή πια με την κριτική της καθημερινής ζωής. Θα μας στιγματίσει και θα μας διαγράψει το ’58 η νομενκλατούρα της κεντρικής επιτροπής… Ας το κάνει!
Οι μετανάστες έξω από τον ηλεκτρικό. Ξέρουν πως δεν θα ζήσει η οικογένεια με το γέλιο των πολιτισμένων (υπερβολικά) περαστικών κι όμως γελούν κι αυτοί περιμένοντας την σωτήρια φράση.
«Για να δω αυτό εκεί. Πόσο έχει»
«Όχι πολύ. Πόσο δίνει;»
«Άστα αυτά κουτοπόνηρε και λέγε. Δεν θα φάω όλη τη μέρα μου με σένα. Έχω σοβαρότερα πράγματα.»
Να κουμαντάρεις μια απέραντη κενότητα. Δεν θα τον συγχαρείτε; Η τραγική του φορεσιά είναι ταιριαστή.
Ο μικροκαμωμένος πωλητής σκύβει το κεφάλι. Κρατιέται. Δυο, πέντε, πόσες μέρες θα αντέξουν τα παιδιά; Και το βλέμμα της γυναίκας γίνεται όλο και πιο απόμακρο.
«Καλά. 20.»
«Τι; Τρελάθηκες; Είχες και στο χωριό σου τόσα; Δεν σας μαζεύουν λέω γω όλους, να σας γυρίσουν από κει που ήρθατε να ξεβρομίσει ο τόπος!»
Πότε σκέφτηκες όμως, πως τα ίδια μαγαζιά που σου πουλάν πανάκριβα τα ηρεμιστικά της ταξικής σου συνείδησης, μπορεί να στέλνουν στα πεζοδρόμια ως παράνομους μικροπωλητές αυτούς που εσύ αποκαλείς βρομερούς; Πότε σκέφτηκες πως όλοι τούτοι κάνουν τις χαμαλοδουλειές της σύγχρονης αγοράς; Και πότε αναρωτήθηκες αν η παραοικονομία είναι μονάχα το απαραίτητο συμπλήρωμα αυτού που η ορθολογικότητα του συστήματος βαφτίζει οικονομία; Η μυθολογία δεν εξαντλείτε μονάχα στις δεισιδαιμονίες της υπαίθρου. Επεκτείνεται ως τεχνοκρατική, πλέον, μυθολογία σε ότι κανονιστικά ρυθμίζει συνειδήσεις, τρόπους ζωής, συναισθήματα. Ο μετανάστης που πουλάει τσάντες είναι συστατικό. Έτσι μονάχος του δεν λέει τίποτα. Δες το σαν οικονομική δομή και ίσως καταλάβεις. Αρκετά με τις πρόχειρες κουβέντες. Το πλοίο φεύγει όπου να ‘ναι.
Αιγαίο
Ήταν μια κάποια αγωνία που με τριγύριζε αλλά όχι για τα παιδιά. Σκεφτόμουν πως θα την έβλεπα μετά από τόσους μήνες. Αλήθεια απορώ πως κανονίστηκε τόσο εύκολα. Θα ήταν μάλλον πολύ δυνατή η σχέση μας για να αντέξουμε να ειδωθούμε ξανά. Έχω ακόμη κάτι από την σύγχυση της τυχαίας πρώτης συνάντησης. Πόσο αναπάντεχα έτρεξε πάνω μου. Οι γύρω αντάλλασσαν καχύποπτα βλέμματα ενώ εμείς ταξιδεύαμε πίσω, στην πολιτεία με τα μεγαλεπήβολα κτίρια και τους απέραντους κήπους κάπου στην κεντρική Ευρώπη. Ο χώρος είχε κουβαριαστεί περίεργα και ο χρόνος σκάλωνε στο μεταξύ του κόσμου μας και του κόσμου τους. Δεν κράτησε παραπάνω από λίγες στιγμές κι όμως είχε μια έντονη υφή ευτυχίας. Και θα την συναντούσα πάλι. Δεν το υποπτευόμουν τότε που προσπαθούσα να κοιμηθώ στο άβολο σαλόνι του πλοίου. Τώρα όμως η αναμονή για τα αυγουστιάτικα φεγγάρια με οργώνει άτσαλα.
Στεριά, πάλι
Ξημερώματα, γύρω στις έξι πατήσαμε στο νησί. Να ναι καλά ο φίλος μας εκεί, ήρθε και μας πήρε σπίτι του. Ταχτοποιήθηκα, πήρα μια τσάντα απ’ αυτές τις σχολικές, έριξα μέσα δυο τρία ρούχα και να σου σε κανένα μισάωρο έφτασα στα ΚΤΕΛ. Έχασα των οκτώμισι. Τι να ‘κάνα. Ας περίμενα και καμιά ώρα παραπάνω. Ο Μονοδιάστατος Άνθρωπος μαζί μου.
Επιβίβαση ξανά. Πρέπει να ήμουν αρκετά κουρασμένος γιατί δίχως να το σχεδίαζα κοιμήθηκα αρκετά. Κάθε άλλο παρά αναζωογονητικός ήταν εκείνος ο ύπνος άλλα τον χρειαζόμουν. Σε κάμποσα λεπτά βρέθηκε πάλι στα χέρια μου το βιβλίο με το ασπρόμαυρο εξώφυλλο. Βέβαια δεν έχω σκοπό να σκοτίσω κανέναν, αλλά η μοναξιά αυθόρμητα μου επέβαλλε να βολευτώ όπως-όπως. Ε, αυτό και έκανα.
Η αισιοδοξία μου κλονίστηκε για λίγο από τα λόγια της υπεύθυνης του γραφείου κίνησης αλλά είχα αρκετή εμπειρία από αναμονή ώστε μου στάθηκε δύσκολο να
απελπιστώ. Εξάλλου φιλικά μου πρόσωπα υπήρχαν και σ’ αυτή την πόλη να παρηγορήσουν για λίγο την ανυπομονησία μου. Αν ακόμη σκεφτεί κανείς πως ήταν άνθρωποι που μου την θύμιζαν λόγω της παρουσίας τους σε κείνην την εκδρομή, τότε ο χρόνος που απέμενε μέχρι την αναχώρηση του λεωφορείου πρέπει να ήταν σχετικά αδιάφορος.
Λιβυκό
Λίγη απ’ την οξύτητα της σκέψης μου να έβρισκα, θα είχα νευριάσει υπερβολικά με το οδικό δίκτυο της περιοχής. Η λέξη βομβαρδισμένο μόνο μια αμυδρή εικόνα της κατάστασης είναι ικανή να περιγράψει. Μόλις όμως αντίκρισα το λιβυκό πέλαγος, μέσα μου πανηγύριζα άγαρμπα. Αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά θα ανακουφιζό-μουν που θα έληγε εκείνη η άθλια διαδρομή αλλά τώρα ούτε που με ‘νοιαξε. Θα την έβλεπα. Θα ήταν εκεί με το βλέμμα της γεμάτο στιχάκια. Πράγματι, όταν κατέβηκα είδα την φιγούρα της να πάλλεται αδιόρατα στη ζέστη του Ιουλίου
«Αντώνη;!»
Έτρεξα. Τούτη η αγκαλιά ήταν διαφορετική. Με περισσότερες υποσχέσεις. Με ομορφότερα φεγγάρια. Οι χωριανοί δεν ρίξαν βλέφαρο προς εμάς. Μια στιγμιαία ριπή ανέμου μόνο διατάραξε την αναμενόμενη ροή των πραγμάτων. Κατά τα άλλα τίποτε δεν άλλαξε. Ούτε τα μάτια των ανθρώπων, ούτε οι σκέψεις τους. Εκείνη η μεσοτοιχία των κόσμων δεν υπήρχε. Δεν χρειαζόταν πια.
Στο κάστρο
Ένα μακρύ δρομάκι οδηγούσε σ’ ένα, μάλλον, μεσαιωνικό κάστρο, η τελοσπάντων σε ό,τι είχε απομείνει απ’ αυτό. Προηγουμένως με είχε μαγέψει εκείνη η εκπληκτική κοπέλα του τοίχου. Ίσως να ήταν το λουλούδι που κρατούσε στα χέρια της, με αφέλεια, όπως τα μαύρα μαλλιά της κρύβαν το ηλιοβασίλεμα. Στο ίδιο δωμάτιο, αγαπημένα στιχάκια μου χαμογελούσαν σε άλλους τοίχους.
Το αιώνιο αεράκι αυτού εδώ του νότου με ξανάφερε στο δρόμο για το κάστρο. Παρατημένα ερείπια όλο κι όλο το θέαμα. Μονάχα το τείχος του είχε σωθεί, αν και υπήρχαν κάμποσοι αόριστοι σωροί από πέτρες εδώ κι εκεί. Μα δεν με πολυνοιάξανε όλα αυτά. Πήραμε θέση σε μέρος ευνοϊκό για να δει κανείς κάθε γωνιά του μικρού χωριού. Τα βουνά στο βάθος αποκτούσαν έναν περίεργο όγκο στο γλυκό φως του απογεύματος. Ό,τι αιχμαλώτιζε το βλέμμα θα μπορούσε να γίνει ακριβός στίχος. Για τους ανθρώπους και την ευτυχία τους.
«Πόσα ποιήματα έχεις γράψει εδώ πάνω;»
«Κανένα. Γιατί;»
Δεν ξέρω. Δεν καταλαβαίνω ούτε τώρα πως μου ήρθε να τη ρωτήσω. Μα αρκούσε να βρίσκεται εκεί και τα μαύρα της μαλλιά να φυλάσσουν τα μυστικά του ηλιοβασιλέματος. Η κοπέλα του τοίχου. Εκείνη τη στιγμή, εκείνη η κοπέλα. Που λαθραία επιστρέφει στον επίπεδο κόσμο της να συνεφέρει με μια κίνηση του απαλού χεριού της ό,τι της κρύβει το λιγοστό φως. Το φως που βάραινε τα ματόφυλλα της και γύρισε κατά τη μεριά μου.
«Πάμε. Έχεις κι άλλα να δεις. Εντάξει, μπορεί να μην είναι ο τόπος μου σαν την πολιτεία σου αλλά έχει ομορφιές.»
«Υπέροχα. Η πολιτεία μου δεν έχει καμία.»
Πρέπει να γέλασε γιατί τα χείλη της πλάτυναν αυθόρμητα. Σε λίγα λεπτά περνούσαμε από ένα παλιό ναρκοπέδιο. Ήταν στην περιοχή του κάστρου. Στο κέντρο περίπου υπήρχε ένα από κείνα τα κακότεχνα κτίρια που μοιάζουν με κουτιά. Κάτι αλλόκοτα αγκάθια αποτελούσαν όλη κι όλη την βλάστηση του μικρού υψώματος. Μα πόσοι έρωτες ν’ ανθίσαν πλάι σε τούτα τα ξερόχορτα. Καλοκαίρια. Ραντεβουδάκια το απόβραδο και βόλτες απ’ άκρη σ’ άκρη στον γερασμένο τόπο. Τα πρώτα φιλιά. Τα πρώτα μεγάλα ‘σ’ αγαπώ’ μ’ ένα κόμπιασμα ψηλά, να εκεί που αρχίζει ο λευκός λαιμός της. Τα τραγούδια που σιγοψιθυρίζονται σαν νανούρισμα.« Έλα λευκό μου σύννεφο και γίνε προσκεφάλι…». Έλα λευκό μου σύννεφο και ενοχικό μου τρέμουλο. Έλα γιατί βαθαίνουν τα νερά και γω ντύνομαι συγκαταβατικά χαμόγελα και αρνήσεις…
Το πέτρινο ερπετό
«Με τι σου μοιάζει εκείνο το βουνό;», με ρώτησε.
«Με τίποτα. Τι είναι;»
«Οι ντόπιοι το λέμε κροκόδειλο γιατί, δες, φαίνεται σαν κροκόδειλος που ξαπλώνει και κοιτάει προς τη θάλασσα. Προς τα κει είναι και η Γαύδος. Είναι μέρες που αν προσέξεις, φαίνεται στο βάθος.»
«Σου έχω πει ότι κάποιο καλοκαίρι σκοπεύω να πάω εκεί για κατασκήνωση; Ναι, εδώ και κάμποσα χρόνια το ‘χω βάλει στο μυαλό μου. Δίκιο έχεις, σαν κροκόδειλος είναι. Ένα τεράστιο πέτρινο ερπετό»
Απ’ την άλλη μεριά του λόφου ένα μικρό λιμανάκι σφιχταγκάλιαζε πέντε-δέκα καΐκια. Ποιο πλαίσιο σε χρηματοδότησε και ποιών οι κόποι σ’ έχτισαν κι εσένα; Η μεγάλη πινακίδα ανέγραφε κάμποσες πηγές χρηματοδότησης. Έτσι, σβήστηκαν απ’ την ιστορία τα σπασμένα δάχτυλα του Δημήτρη, τα ματωμένα γόνατα του Αλέκου, η κήλη του Μάρκο, η υπερκόπωση του Τζεμάλ που τον άφησε δυο βδομάδες εκτός και πέντε μήνες πεινασμένο. Οι ταβερνιάρηδες στην άλλη μεριά έτριβαν τότε τα χέρια τους. Καμιά εκατοστή νοματαίοι θα ξαπόσταιναν στις καρέκλες τους το μεσημέρι. Ε, όσο να πεις κάτι θα τσιμπούσαν. Θα τα βόλευαν, έστω και με τους εργάτες. Οι τουρί-στες ξοδεύονταν όλοι στον βόριο άξονα. Αυτός ο νότος πόσα χρόνια μένει εκτός της κοινής μας οικονομικής μοίρας; Κι όταν τον σκεφτούν θα είναι για να γεμίσουν τις ακτές του με νέες εγκαταστάσεις. Ξενοδοχεία και ελληνάδικα και καταναλώστε πα-ράδοση. Οι επενδυτές δεν θ’ αργήσουν να φανούν κατά δω. Είναι που μου ‘δειξε κείνο το αυθαίρετο του αντιδημάρχου και οι σκέψεις έτρεξαν καταπάνω μου σαν φο-βισμένο κοπάδι.
«Είδες Αντώνη, αυτή η ριμάδα η αξιοκρατία πως πάει και χώνεται παντού;!»
«Αλίμονο. Γιατί να μην εκσυγχρονιστεί και αυτός ο τόπος; Ορθολογικότητα συντρόφισσα. Ορθολογικότητα.»
Αυτή η μαγική λέξη που δίνει τόσο εύκολα όσα συγχωροχάρτια χρειάζονται οι μηχανισμοί που χαϊδεύουν γυμνή τη ραχοκοκαλιά ολάκερης της ανθρωπότητας. Και το πέτρινο ερπετό νοσταλγικά κοιτάζει τον ορίζοντα περιμένοντας ένα σημάδι για να ξεσκουριάσει.
Η δυτική παραλία
«Να, εδώ θα έρθουμε για μπάνιο. Α, και να ξέρεις πως δεν πάω καθόλου συχνά στη θάλασσα. Επειδή ήρθες εσύ. Μόνο και μόνο για αυτό και πάλι μέχρι τα γόνατα θα μπω. Μου χρωστάς μεγάλη χάρη, ε.»
«Θα κάνει τέτοια θυσία για μένα;»
«Μην ειρωνεύεσαι γιατί θα το μετανιώσω.»
«Εντάξει, εντάξει μικρή ποιήτρια.»
«Μη με λες έτσι. Δεν είμαι και δεν θέλω να γίνω»
«Δίκιο έχεις. Δεν το εννοούσα. Ούτε κι γω το δέχομαι. Και ίσως για κανέναν. Όχι α-πλά ως τίτλο αλλά ως ιδιότητα, ως στοιχείο διάκρισης. Ξέρεις, πολλή τέχνη για την τέχνη βρομάει.»
«Μα… η λέξη;»
«Ναι, δεν έχω ακόμη τα επιχειρήματα. Μόνο την διαίσθηση. Γι’ αυτό άλλωστε το κρατάω για μένα.»
«Όμως μόλις μου το είπες. Άρα δεν σε βλέπω και να το πολυκρατάς.»
«Με σένα δε νιώθω ενοχές για τα λάθη της λογικής μου. Είναι που αφουγκραζόμαστε μερικές φορές τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο. Να μη το ξεχάσω όμως. Τα παιδιά πότε έρχονται; Να τους προλάβω.»
«Αύριο, αύριο. Μίλησα με τα κορίτσια.»
«Ωραία. Η παρέα της Βιέννης, έστω και λειψή, θα αναβιώσει»
Ψέματα. Δεν με απασχολούσε καμιά παρέα. Όχι ότι είχα πρόβλημα με τα παιδιά. Όλοι τους ήταν εντάξει. Είναι όμως που είχα τη σκέψη μου στραμμένη σ’ εκείνη.
«Λοιπόν τι λες, να περάσουμε από το σπίτι να αλλάξουμε και να έρθουμε ύστερα για τη βουτιά που λέγαμε;»
«Ναι. Έχω ακόμη την αίσθηση του ταξιδιού πάνω μου και η θάλασσα θα ήταν ό,τι καλύτερο τώρα.»
«Οπότε, στρίβουμε από εδώ αριστερά…»
«Πάντα...»
«Αντώνη!» Έγινε για λίγο αυστηρή.
«Αφού κι εσύ τα ίδια, σχεδόν, μυαλά κουβαλάς!»
«Κοίτα τον πως ψαρώνει!»
«Για πάμε, για πάμε…!»
Και γέλασε. Έτσι, για απλά πράγματα. Χωρίς ιδιαίτερο λόγο.
Στις πρόβες
«Πάντως χαρά στο κουράγιο σας που ανεβάζετε παραστάσεις, που το φτάσατε μέχρι εδώ. Κι αντέξατε ήδη τέσσερα χρόνια. Δεν το καταφέρνει ο καθένας αυτό κι ειδικά τόσο αυθόρμητα. Πρέπει να στοιχίζει μπόλικη ψυχική εξάντληση.»
«Κούραση, θυμό, καβγάδες όλα τους είναι συμμέτοχοι. Μα σαν μπαίνουμε στη δίνη του κειμένου, στους ουρανούς του θεάτρου τότε τα ξεχνάμε όλα. Πετύχαμε να γινόμαστε ένα κάθε που προβάρουμε, που φτιάχνουμε σκηνικά, που ανεβαίνουμε στη σκηνή. Ό, τι κι αν δίνουμε το παίρνουμε πίσω και με το παραπάνω»
«Ώστε απ’ την αρχή ως το τέλος της κάθε παράσταση είναι εντελώς δική σας…»
«Ναι, όπως το ‘πες. Τώρα που θα πάμε στην πρόβα θα το δεις. Θα γνωρίσεις και τους φίλους μου εδώ. Την μια την γνώρισες ήδη στη Θεσσαλονίκη.»
«Α, είναι και η φοιτήτρια στο κόλπο…»
«Ε, φυσικά. Είναι δυνατόν να λείπει;»
Όσο μιλούσε, εκείνο το όμορφο μουτράκι είχε μια περίεργη λάμψη που το ‘φτιαχνε αλλιώτικα όμορφα στο έβγα του απομεσήμερου. Ήταν η ζωή της κι ο έρωτας αυτές οι παραστάσεις. Όμως κυρίως ήταν, δεν θα ‘χε σημασία αλλιώς, ο δρόμος που τραβούσαν όλοι τους μαζί μέχρι την παράσταση. Και αλήθεια ήταν να απορείς πως ένα τόσα δα κοριτσίστικο κορμί ορμούσε με το πινέλο της στα σκηνικά και πως μετά λικνιζότανε και κουμαντάριζε το πολίτικα ιδίωμα κραδαίνοντας αδιάφορα το σενάριο στο χέρι της. Κι ύστερα μελωδίες φτάνανε για να βολευτούν όπως-όπως δίπλα στο απόγευμα που έφτανε στο τέλος του τινάζοντας από πάνω του την σκόνη του καλοκαιριού.
Η κουβέντα, στο μεταξύ, δεν άργησε να τσιγκλήσει την έξαψη μας και έτσι αφού βολευτήκαμε στο τσιμέντο της σχολικής αυλής, ανέβαινε σταδιακά ο τόνος της φωνής. Μα ακουστήκαν και ουσιώδη πράγματα, απ’ αυτά που γίνονται δάσκαλοι και φίλοι σου. Κι όμως τα μάτια μου περιφέρονταν στο χώρο ζητώντας επίμονα κάτι. Να εκεί, στην πόρτα της μεγάλης αίθουσας με την φόρμα της λερωμένη, κόκκινη και μπλε και πράσινη. Τριγυρνούσε αγχωμένα, ψάχνοντας πότε μπογιές, πότε κολλητική ταινία. Πάντως δεν ησύχαζε, αυτό είναι το σίγουρο.
Σαν πρόβα
Κι ενώ διαπίστωνα πως η μούσα μου με πρόδιδε γι’ άλλη μια φορά, γι’ αυτό άλλωστε κάνουν οι μούσες, η βραδινή βόλτα, ο ουρανός στην παραλία, ο αποχαιρετισμός δεν νικούν, πραγματικότητα και λέξη, αυτό τον αχρείο δυνάστη, το χρόνο. Κάπως έτσι οι υποσχέσεις μένουν ως έχουν και οι ενοχές τα βρίσκουν με το υποσυνείδητο και το πρωινό ξύπνημα. Και δεν έχουμε εδώ ούτε καθάρσεις, ούτε θεούς, ούτε ακόμη-ακόμη και ανατροπές απ’ αυτές που φέρνουν λυγμούς. Μόνο σαν πρόβα που σέβεται τον εαυτό της, αφήνω κι εγώ την γραφική μου ύλη κάπου στη μέση.