Δευτέρα 13 Ιουλίου 2009

Το μεταναστευτικό ζήτημα είναι ζήτημα ταξικό

Τελικά αυτό το blog δεν κατάφερε να είναι αυτό που αρχικά έθεσε ως στόχο του, χώρος του ανθρώπου δηλαδή. Αλλάξανε βέβαια πολλά από πέρσυ το καλοκαίρι (ίσως πάλι φταίει το ό,τι δεν υπάρχουν άνθρωποι παρά μόνο η κυρίαρχη ταξική αντίθεση σε τελική ανάλυση). Είναι όμως πράγματα που πρέπει να ειπωθούν. Και πρόκειται για πράγματα που αποκτούν ιδιαίτερη σημασία στη συγκυρία σε ένα πρώτο επίπεδο, αλλά που έχουν την πηγή τους σε αντιθέσεις που σχετίζονται με την συνολική ιστορική κίνηση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Πρώτα και κύρια βέβαια έρχεται η πολιτική δουλειά αλλά έχει και τον ρόλο της η εμπειρία της γραφής. Κι αυτή όμως η εμπειρία στόχο της έχει να είναι πολιτική και να πάρει μια συγκεκριμένη θέση επί του ζητήματος.
Αρκετά όμως με τα εισαγωγικά και το "γύρω-γύρω". Αναφέρομαι στο μεταναστευτικό ζήτημα και συγκεκριμένα στο πως αυτό επιμερίζεται σε γεγονότα της περιόδου. Από την από κοινού απίθεση αστυνομίας-χρυσής αυγής στην αντιρατσιστική πορεία που οργάνωσε ο αναρχικός χώρος την προηγούμενη Τρίτη (07/07) μέχρι την "σκούπα" και τον εμπρησμό στον καταυλισμό των προσφύγων στην Πάτρα την περασμένη Κυριακή (12/07) και την κακοποίηση πακιστανών προσφύγων στο αστυνομικό τμήμα της Σύμης. Δεν υπονοώ βέβαια κάποιο κλίμα φασιστοποίησης της ελληνικής κοινωνίας, μια τέτοια θέση εξάλλου είναι βαθιά αντιδιαλεκτική και δεν μας δίνει τα απαραίτητα και γειωμένα με την πραγματικότητα πολιτικά συμπεράσματα. Ο πυρήνας του ζητήματος βρίσκεται στο εξής: Το μεταναστευτικό ζήτημα απαιτεί λύση. Η κίνηση του κράτους πάνω σ' αυτό συντίθεται στην συρίκνωση των δικαιωμάτων για πολιτικό άσυλο και εργασική ασφάλιση, στην διεύρυνση του καθεστώτος παράνομης εργασίας των μεταναστών, στην δημιουργία "στρατοπέδων συγκέντρωσης" για τους μετανάστες που εξαναγκάζονται να ζουν σε καθεστώς παρανομίας. Αν δεν λάβουμε υπόψιν τα παραπάνω τότε όλα τα σχετικά προβλήματα θα επιλυθούν από την κυρίαρχη πολιτική, το οποίο σημαίνει την διαιώνιση του μεταναστευτικού προς εξεσφάλιση της απαραίτητης φθηνής εργασίας για τις παραγωγικές ανάγκες του ελληνικού κεφαλαίου και την συρρίκνωση ακόμη των εργασιακών δικαιωμάτων των ελλήνων εργαζομένων. Όμως δεν πρέπει ακόμη να μας διαφεύγει ο σπούδαιος ιδεολογικός ρόλος του ζητήματος ως προς την σύναψη κοινωνικών συμμαχιών του αστικού μπλοκ εξουσίας με στρώματα απέναντι στα οποία η κυρίαρχη πολιτική τοποθετεί ως κύριο εχθρό τους μετανάστες. Έδω είναι σημαντικό να θυμηθούμε την τεράστια απήχηση που έχει το ιδεόλογημα "να φύγουνε οι ξένοι, γιατί μας παίρνουν τις δουλειές".
Αυτή τη στιγμή μας φανερώνεται ξεκάθαρα η λύση που προτάσει ο αστισμός. Δηλαδή σε τελική ανάλυση ένταση της καταστολής και του ελέγχου της μεταναστευτικής ροής με σκοπό την διατήρηση και αύξηση της παραγωγικότητας της μεταναστευτικής εργασίας και την πόλωση λαϊκών στρωμάτων στο αστικό μπλοκ εξουσίας.

Από εδώ και πέρα όμως η Αριστερά για να μπορέσει να επιτελέσει αυτό με το οποίο την χρέωσε η Ιστορία, να είναι δηλαδή επαναστατική, πρέπει να ψηλαφίσει ένα συγκεκριμένο πολιτικό σχέδιο που να απαντά στα ερωτήματα της συγκυρίας γιατί αλλιώς τα απαντά ο αστισμός και τότε τροποποιείται προς την μπάντα του άρχοντος μπλοκ ο ταξικός συσχετισμός δύναμης. Η φωνή του Λένιν ακούγεται καθαρά:"Οι μαρξιστές πρέπει να δίνουν συγκεκριμένες απαντήσεις σε συγκεκριμένα πράγματα". Έτσι, πιάνοντας το κόκκινο νήμα από το χέρι του ακούραστου δασκάλου του επαναστατικού μαρξισμού, πρέπει να διαμορφώσουμε ένα σχέδιο πάλης αποτελσματικό με βασικό του μεθοδολογικό άξονα την ταξική ανάλυση. Να γίνεται πάντα κατανοητό πως τα λαϊκά στρώματα δεν θα σταθούν δίπλα στους μετανάστες μόνο από αλληλεγγύη αλλά κυρίαρχα επειδή υφίστανται την ίδια ταξική εκμετάλλευση σε τελική ανάλυση. Δεν αρκούν οι λόγοι συμπαράστασης στους μετανάστες αλλά χρειάζονται και μάχιμα πολιτικά αιτήματα που να δίνουν λύσεις στους μετανάστες αλλά και στα κοινωνικά στρώματα που ο αστισμός προσπαθεί να πάρει με το μέρος του. Και αυτό γιατί, όπως ειπώθηκε στην αρχή αυτού του κειμένου, οι κοινωνίες δεν χωρίζονται σε επιμέρους άτομα (έλληνας-μετανάστης, καλός-κακός) αλλά σε τάξεις. Και στο βαθμό που οι τάξεις ορίζονται, σε τελική ανάλυση, από το πως εντάσονται στις σχέσεις παραγωγής τότε ένας έλληνας εργάτης με έναν μετανάστη εργάτη προσδιορίζονται το ίδιο απέναντι στην κυρίαρχη αντίθεση, την αντίθεση κεφάλαιο-εργασία δηλαδή. Πέρα όμως από τους θεωρητικούς προσδιορισμούς πρέπει να προσεχθούν και τα πολιτικά αιτήματα που πρέπει να τεθούν στη συγκυρία. Και είναι αυτό που κατα βάσει απασχολεί το παρόν κείμενο. Είναι λοιπ΄όν αναγκαίο να προτάσονται άμεσα τα εξής:

1)Άμεση νομιμοποίηση όλων των μεταναστών: επιλύονται ζητήματα εργασιακής εξασφάλισης των μεταναστών με αποτέλεσμα την άνοδο του βιοτικού τους επιπέδου και διευκολύνεται η κοινωνική τους ένταξη

2)Όχι στην συρρίκνωση του πολιτικού ασύλου. Διεύρυνση του για όλους του μετανάστες: Είναι αναντίρρητο δικαίωμα η εξασφάλισης της διαβίωσης ενός ανθρώπου σε μια χώρα, ακόμη και με βάση τα προτάγματα του αστισμού

3)Πολιτικά και κοινωνικά δικαιώμτα στους μετανάστες: Το κράτος πρέπει να μεριμνά για το σύνολο των ανθρώπων που ζουν εντός της επικράτειας του

4)Εξασφάλιση βασικών αναγκών των μεταναστών όπως στέγη,τροφή: πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν βελτιώνονταν οι συνθήκες διαβίωσης των μεταναστών αντί να στοιβάζονται 50-60 άτομα σε τριάρια;

Είναι κι άλλα που μου διαφεύγουν αυτή τη στιγμή. Θέτω όλα τα παραπάνω ως έναν αρχικό προβληματισμό. Βέβαια αυτή η "εμπειρία γραφής" με μια πρώτη ματιά μάλλον δεν θα χαρακτηριστεί ως μια υπερεπαναστατική τοποθέτηση. Μπορεί και να φανεί ως ρεφορμιστική. Λίγη σημασία έχει αυτό. Η ουσία βρίσκεται στο να ψηλαφίσουμε ένα πολιτικό σχέδιο για τους ανυποχώρητους συλλογικούς αγώνες που είναι ανάγκη να γίνουν για την επίλυση του μεταναστευτικού ζητήματος το οποίο είναι ζήτημα ταξικό. Και, επαναλαμβάνω, ως τέτοιο θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε

Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2009

Εδώ ο κόσμος...

Φτάνουν και οι γιορτές στο τέλος τους. Και φέτος καμιά αλλαγή δεν κατάλαβα. Όχι πως με στεναχωρεί κάτι τέτοιο, όχι. Εξάλλου συνειδητοποιώ σε όλο της το μεγαλείο τη βασιλεία της ρουτίνας. Κι όχι δεν πρόκειται για τίποτε καθολικό, γενικευμένο. Μιλάω εντελώς επι του προσωπικού. Ακομη κι αν θ' αλλάξουν κάπως τα πράγματα με την επανεκκίνηση της φοιτητικής καθημερινότητας. Θα πρέπει τελικά να αισιοδοξώ και στα εσώτερα μου κάμια φορά. Στα σίγουρα το χρειάζομαι. Θα παραμερίσω όμως τους βαθυστόχαστους συλλογισμούς και όλο μου το φορμαλισμο, έτσι για να ελαφρύνω λίγο και θα αφεθώ σ' όλες τις στιγμές της παρέας μου μαζί με λίγες στάλες κρασί ή ό,τι άλλο από αλκοόλ (φοιτητική ζωή γαρ)...

(Πόσο πιο βαριεστημένα ν' καταπιεί κανείς τις εκρηκτικές εκφορτίσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι;;;;)

Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2008

Ο παππούς μου και η πάλη των τάξεων

Πριν κάμποσες μέρες άκουσα τον παππού να λέει: "πόσες εποχές άλλαξαν και πόσες ακόμη θ' αλλάξουν". Πόσο βαθιά διαλεκτικός είσαι ρε γέρο, σκέφτηκα. Όχι πως πάντα θα πορευόμαστε τυφλοί και αφελείς εντός μιας δήθεν αόριστης και αψηλάφητης ολότητας υπαγόμενοι σε κάποια, οποιαδήποτε μοίρα. Γι' αυτό άλλωστε και ήταν στο μέγιστο διαλεκτικός ο γέρος. Επειδή η αλλαγή σημαίνει σε τελευταία ανάλυση ένα πράγμα, ή μάλλον έτσι το κατάλαβα εγώ: η ταξική πάλη κινεί την ιστορία, διεμβολίζει τις κοινωνίες (ή ακριβέστερα τους κοινωνικούς σχηματισμούς) και κάθε επιμέρους κομμάτι από την παραγωγική διαδικασία μέχρι ένα κατά τ' άλλα τυχαίο συμβάν της καθημερινότητας.


Αλλά για να μην πολυμπλέκουμε τα πράγματα είναι ανάγκη (ζωτική για το κείμενο) να αναφερθούμε σε ουσιώδη σημεία τα οποία ίσως να περάσουν απαρατήρητα, οπότε και το κείμενο θα είναι απλώς ένας σωρός λέξεων. Μιλήσαμε για πάλη των τάξεων αλλά τι ακριβώς είναι οι τάξεις, τι σχέση έχουν με την πάλη αναμεταξύ τους; Ε, λοιπόν θα τολμήσω να αποδώσω περιληπτικά την απάντηση που έδωσε σ' αυτό το ερώτημα ο μαρξιστής Νίκος Πουλαντζάς στο βιβλίο του "Οι κοινωνικές τάξεις στο σύγχρονο καπιταλισμό».

Βασικά, το ερώτημα δεν έχει δυο σκέλη όπως αφήνεται να εννοηθεί από την διατύπωση του. Αυτό συμβαίνει για ένα μεγάλης σημασίας λόγο: Οι τάξεις υφίστανται μόνο μέσα στην πάλη των τάξεων. Η θέση αυτή αποτελεί το αποτελεσματικότερο μας μεθοδολογικό εργαλείο για την απάντηση εφόσον υπονοεί μια διαλεκτική ύπαρξης των κοινωνικών τάξεων-ταξικής πάλης .

Μπορώ αρχίζοντας να πω πως οι κοινωνικές τάξεις είναι σύνολα, σύνολα κοινωνικών φορέων που προσδιορίζονται σε τελευταία ανάλυση (δηλαδή όχι αποκλειστικά) από την θέση που έχουν στην διαδικασία παραγωγής. Ο προηγούμενος συλλογισμός είναι άμεση απόρροια της μαρξιστικής ανάλυσης. Σύμφωνα μ' αυτήν αν και η οικονομία επικαθορίζει ένα τρόπο παραγωγής και κατ' επέκταση έναν κοινωνικό σχηματισμό, εντούτοις σπουδαίο ρόλο παίζει η πολιτική και η ιδεολογία. Ο Πουλαντζάς αναφέρει σχετικά: "Ο μαρξισμός θεωρεί τις κοινωνικές τάξεις σαν τα κοινωνικά σύνολα στα οποία αναπτύσσονται (ταξικές) αντιφάσεις και (ταξικοί) αγώνες σε μια και ενιαία κίνηση:[...] Οι κοινωνικές τάξεις συμπίπτουν με τις μορφές ταξικής πρακτικής, δηλαδή με την πάλη των τάξεων, και βρίσκουν τη θέση τους μόνο μέσα στην αντίθεση τους." Τα λόγια αυτά του φιλοσόφου αποτελούν τη μήτρα της θέσης που επισημάνθηκε ήδη ως άκρως σημαντική. Μπορούμε λοιπόν να διακρίνουμε κυρίως δυο ουσιώδη για την στήριξη της θέσης μας στοιχεία έως τώρα: θέση των κοινωνικών τάξεων στην παραγωγή και μορφές ταξικής πρακτικής της κάθε τάξης (ταξική πάλη που επενεργεί στην και διεμβολίζει την πρώτη). Είναι όμως επιτακτική ανάγκη να πούμε, και να εξηγηθεί παρακάτω το γιατί, πως ο προσδιορισμός των τάξεων δείχνει πως οι κοινωνικοί φορείς κατέχουν θέσεις αντικειμενικές μέσα στο σύνολο των μορφών της κοινωνικής πρακτικής και να διαλύσουμε κάθε υπόνοια ελέγχου από μέρους των φορέων ως προς τον ταξικό προσδιορισμό. Όταν μιλάμε για σύνολο μορφών κοινωνικής πρακτικής εννοούμε το σύνολο του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας. Συγκεκριμένα: πρέπει να έχουμε κατά νου πως η ταξική πάλη διεμβολίζει 1) την οικονομική σφαίρα (δομή) 2) την πολική και την ιδεολογία (υπερδομή) και 1)τις σχέσεις παραγωγής και 2) τις πολιτικές και ιδεολογικές σχέσεις. Επομένως, μιας και δεχτήκαμε πως οι κοινωνικές τάξεις υπάρχουν μόνο μέσα στην πάλη των τάξεων πρέπει να επισημάνουμε πως η κοινωνική τάξη ορίζεται από το πώς υπάρχουν οι σχέσεις παραγωγής, οι ιδεολογικές και πολιτικές σχέσης. Κι εδώ αποκαλύπτεται το μεγαλείο του μεθοδολογικού μας εργαλείου αφού με βάση τα παραπάνω οφείλουμε να πούμε το εξής: Η κοινωνική τάξη ορίζεται από το πώς υπάρχουν οι σχέσεις παραγωγής, οι ιδεολογικές και πολιτικές σχέσεις μέσα στην πάλη των τάξεων.

Όσον αφορά το σημείο που δεν εξηγήθηκε στην προηγούμενη παράγραφο, απ’ αυτό ξεκινά η κουβέντα γύρω από την ταξική τοποθέτηση (ταξικό ένστικτο) στρωμάτων μιας τάξης, δηλαδή προσέγγιση ταξικών θέσεων άλλων κοινωνικών τάξεων οι οποίες έχουν διαφορετικά ή αντιτιθέμενα αντικειμενικά συμφέροντα με την τάξη στην οποία ανήκει το εν λόγω στρώμα. Άρα παρότι αναφέρθηκε πως οι τάξεις υπάρχουν μόνο μέσα στην πάλη των τάξεων αυτό δεν σημαίνει πως αν, σύμφωνα με την συγκεκριμένη κατάσταση της πάλης των τάξεων, κάποιο στρώμα μιας τάξης πολωθεί σε αντιτιθέμενη με το αντικειμενικό του συμφέρον θέση θα οριστεί ως στρώμα αυτής της τάξης. Εξάλλου ήδη μιλήσαμε για αντικειμενικές θέσεις των τάξεων στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας οι οποίες δεν υπάγονται στη θέληση των κοινωνικών φορέων. Εδώ αποδεικνύεται η σημαντικότητα της θέσης περί μη γραμμικής διεξαγωγής της πάλης των τάξεων (βλ. παρακάτω) ενώ ταυτόχρονα απορρίπτεται η σχεσιολογία, που παραμονεύει, ως προς τον ταξικό προσδιορισμό (ή ταξικό δομικό προσδιορισμό για να μιλήσουμε με πουλαντζικούς όρους).


Επανερχόμενοι στο αρχικό μας ζήτημα, πρέπει να καταστεί όσο το δυνατόν σαφές πως δεν μιλάμε για μια κίνηση γενικά και αόριστα αλλά για την πορεία των κοινωνικών σχηματισμών (όπου και βρίσκεται η καθοριστική συμβολή του Μαρξ) στην δικτατορία του προλεταριάτου (όπως λέει χαρακτηριστικά ο Λένιν στο Κράτος κι Επανάσταση για το πως αντιμετωπίζει ο μαρξισμός την ταξική πάλη) και από κει εν τέλει στην αταξική κοινωνία, στην άρνηση της ίδιας της πάλης των τάξεων. Από την άλλη πάλι δεν γίνεται λόγος εδώ για κανενός είδους γραμμική εξέλιξη καθοδηγούμενη από κάποιο ατσάλινο ιστορικό νόμο. Η ταξική πάλη διεξάγεται με άλματα και υποχωρήσεις(όχι πισωγυρίσματα). Όμως, πρέπει για να γίνω σαφέστερος να αναφερθώ σε μια περιοδολόγηση (ριψοκινδυνεύω τη λέξη), με την ευρύτερη έννοια της λέξης, της ταξικής πάλης και να μιλήσω για φάσεις διεξαγωγής της ταξικής πάλης. Άρα για να συμπυκνώσω: η πάλη των τάξεων καταλήγει στην άρνηση της μέσω μιας τρικυμίας συγκεκριμένων συγκυριών, σε κάθε μια από τις οποίες ο συσχετισμός δυνάμεων των δυο κύριων αντιτιθέμενων τάξεων (εργατική τάξη-αστική τάξη) αποτελεί επίδικο (παράλληλα η συγκεκριμένη συγκυρία αποτελεί τη συγκεκριμένη κατάσταση της πάλης των τάξεων).

Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2008

Κωδικοποιημένες προσδοκίες

Μέρες με περρίσια ραστώνη στα ανυποψίαστα και άλοτε στα (πολύ) υποψιασμένα βλέμματα. Χιόνι... η ζάχαρη-άχνη στους κουραμπιέδες. Πάγος... σε ποτήρια με αλκοόλ. Αντίξοες το λοιπόν οι καιρικές συνθήκες. Απο συνήθεια η από κάποια ενύπαρκτη τάση επαναληπτικότητας. Και γω (όχι που θα με ξεχνούσα!) καθηλωμένος. Πάλι, ναι πάλι. Αλλά για λόγω σοβαρό αυτή τη φορά. Μια τομή... άστα να πάνε. Και συν της άλλης απορρημένος αναγνώστης της πραγματικότητας. Μα τούτη κρύβεται καλά, μαζί με την τελευταία λέξη της, η άτιμη. Μέσα σ' όλα και η γιορτινή οικογενειακή ατμόσφαιρα. Πάνε και οι χειμωνιάτικες εικόνες με τα ατελείωτα λευκά τοπία και την γαλήνη τους(όμως κάποτε βαριανασαίνουν θάνατο κι ακόμη η αρία φυλή λευκή είναι. Το ιδανικό είναι φύσει αποτυχημένο μάλλον.
Μια σούπα μ' όλες τις μυρωδιές. Κι αν εν τέλει βρωμάνε οι λέξεις λιγάκι αστισμό συγχωρήστε με σύντροφοι. Απλώς "λυγίζω προς την άλλη το ραβδί..."*

*Παραπομπή στον Λένιν

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2008

Κάτι σαν διήγημα

Το πέτρινο ερπετό αγναντεύει το λιβυκό πέλαγος

Στεριά
Ιούλιος. Και κάθε εμμονή με τον χρόνο. Η φυγόκεντρος των προσδιορισμών στενεύει τις σταθερές στις νόμιμες χρονολογίες. Καβατζάρει κανείς θύμησες με τέτοια μέσα; Ακόμη κι ας μη με καταλάβω ποτέ. Όσο κι αν χρονοτριβώ σε ερειπωμένες στάσεις τρένων. Σε αχρηστεμένα από τους αιώνες αγκυροβόλια. Αλίμονο, είναι τόσο αβάσταχτο το κενό που σφετερίζεται τις κοιλότητες του κρανίου μου. Μα ναι, θα ήταν υπέροχα δίχως τα σκουριασμένα μου θεωρητικά κόσκινα.Μπήκαμε στο τρένο. Θα ήταν υπερβολικά άβολή η ατμόσφαιρα για ονειροπόληση. Έτσι έπιασα τον Μαρκούζε και παρίστανα πως διάβαζα με αμείωτο ενδιαφέρον αναλύσεις των σύγχρονων καταπιεστικών κοινωνιών. Μονάχα ο τίτλος του βιβλίου μου ταιριάζει αυτές τις μέρες. Μονοδιάστατος άνθρωπος. Τελοσπάντων. γη έξω από το παράθυρο μου δείχνε κατάμουτρα πως χάνεται στη σχετικότητα της κίνησης και γω, που ούτε τα μέσα να μη το σκέφτομαι είχα, ούτε και την όρεξη, αφέθηκα στη ζάλη και στη ραστώνη των απαλών ήχων του περιβάλλοντος. Μετά από εκείνη την εισαγωγή που κατακεραύνωνε τον μακαρίτη φιλόσοφο, έχασα πια κάθε ενδιαφέρον να υποκρίνομαι τον θεωρητικό επαναστάτη και ρίχτηκα σε ένα πιο δύσκολο έργο. Έγειρα μήπως και φανεί μαζί μου γενναιόδωρη μια κάποια σωματική εξάντληση που εξασφάλισα από το ταξίδι. Όμως εκτός από λίγες αμφίβολες στιγμές που τα βλέφαρα μου παραβάρυναν τίποτε άλλο δεν κατόρθωσα. Δεν ενοχλήθηκα ούτως ή άλλως. Εδώ δεν είχα όρεξη για τον «Μονοδιάστατο άνθρωπο», για λίγα λεπτά ύπνου θα σκοτιζό-μουνα; Δεν αργήσαμε να φτάσουμε στην Τιθορέα. Ερωμένη από άλλους χρόνους και άλλους στίχους. Λιανοκλάδι. Μεγάλες αλλαγές για το μηχανικό μας τέρας. Μηχανο-δηγέ βίρα τις άγκυρες… μα άγκυρες στο ξερόχωμα της Στερεάς; Ε ναι. Εδώ πέρα κουμαντάρουμε τόσες άγκυρες στα καρβουνιασμένα μυαλά μας, μια παράδοξη σκέ-ψη, ή σκέψη-φράση για τους γλωσσολόγους που έντρομα απορούν, θα μας τρομάξει; Ναι κύριε Wittgenstein, τα όρια του κόσμου μου είναι τα όρια της γλώσσας μου!

Έστω. Πριν, μια μικρούλα, όχι πάνω από πέντε ή έξι χρόνων, μιμούταν την σοβαρο-φάνεια μου. Επέστρεφε με τη μητέρα και τον αδερφό της στο σπίτι τους. Το συμπέ-ρανα από κάτι τηλεφωνήματα της γυναίκας με τον σύζυγο, μάλλον, αλλά κυρίως από την εξάντληση που ανέδυε η παρουσία τους. Τελικά με προσπέρασε κι αυτή η αδιά-φορη συνάντηση, αλλά εδώ δυστυχώς κανείς δεν γράφει για πράγματα αδιάφορα πα-ρά για κείνα που αφήνουν βαθιές χαρακιές και που πρώτα από όλα ψάχνουν χώρο για νέες πληγές, πιο δυσβάσταχτες.

Η γυναικεία φωνή ανάγγειλε την άφιξη μας. Μετά από ένα μικρό διάλλειμα και ένα ταξιδάκι υπογείως βρεθήκαμε στο λιμάνι. Είχαμε μπροστά μας γύρω στις τρεις ώρες και καθόλου όρεξη. Άρχισα κι εγώ τις παρατηρήσεις. Ε λοιπόν, αν σ’ όλα εκείνα τα περιφερόμενα κουφάρια έλεγε κανείς πως μια βουτιά σε τούτο το βούρκο θα τους γλίτωνε από τα αδιέξοδα τους, όχι μόνο θα το κάνανε άλλα θα προσπαθούσαν συνεχώς μετά την σίγουρη αποτυχία. Αν είναι λέει ζων ο χώρος κύριε Λεφέμπρ; Μωρέ, είναι και παραείναι. Και μάλιστα δύναμη που παίρνει μέρος σε κάθε κοινωνική διαμόρφωση. Πάλη των τάξεων και βάλε! Σιωπή πια με την κριτική της καθημερινής ζωής. Θα μας στιγματίσει και θα μας διαγράψει το ’58 η νομενκλατούρα της κεντρικής επιτροπής… Ας το κάνει!

Οι μετανάστες έξω από τον ηλεκτρικό. Ξέρουν πως δεν θα ζήσει η οικογένεια με το γέλιο των πολιτισμένων (υπερβολικά) περαστικών κι όμως γελούν κι αυτοί περιμένοντας την σωτήρια φράση.

«Για να δω αυτό εκεί. Πόσο έχει»

«Όχι πολύ. Πόσο δίνει;»

«Άστα αυτά κουτοπόνηρε και λέγε. Δεν θα φάω όλη τη μέρα μου με σένα. Έχω σοβαρότερα πράγματα.»

Να κουμαντάρεις μια απέραντη κενότητα. Δεν θα τον συγχαρείτε; Η τραγική του φορεσιά είναι ταιριαστή.

Ο μικροκαμωμένος πωλητής σκύβει το κεφάλι. Κρατιέται. Δυο, πέντε, πόσες μέρες θα αντέξουν τα παιδιά; Και το βλέμμα της γυναίκας γίνεται όλο και πιο απόμακρο.

«Καλά. 20.»

«Τι; Τρελάθηκες; Είχες και στο χωριό σου τόσα; Δεν σας μαζεύουν λέω γω όλους, να σας γυρίσουν από κει που ήρθατε να ξεβρομίσει ο τόπος!»

Πότε σκέφτηκες όμως, πως τα ίδια μαγαζιά που σου πουλάν πανάκριβα τα ηρεμιστικά της ταξικής σου συνείδησης, μπορεί να στέλνουν στα πεζοδρόμια ως παράνομους μικροπωλητές αυτούς που εσύ αποκαλείς βρομερούς; Πότε σκέφτηκες πως όλοι τούτοι κάνουν τις χαμαλοδουλειές της σύγχρονης αγοράς; Και πότε αναρωτήθηκες αν η παραοικονομία είναι μονάχα το απαραίτητο συμπλήρωμα αυτού που η ορθολογικότητα του συστήματος βαφτίζει οικονομία; Η μυθολογία δεν εξαντλείτε μονάχα στις δεισιδαιμονίες της υπαίθρου. Επεκτείνεται ως τεχνοκρατική, πλέον, μυθολογία σε ότι κανονιστικά ρυθμίζει συνειδήσεις, τρόπους ζωής, συναισθήματα. Ο μετανάστης που πουλάει τσάντες είναι συστατικό. Έτσι μονάχος του δεν λέει τίποτα. Δες το σαν οικονομική δομή και ίσως καταλάβεις. Αρκετά με τις πρόχειρες κουβέντες. Το πλοίο φεύγει όπου να ‘ναι.

Αιγαίο

Ήταν μια κάποια αγωνία που με τριγύριζε αλλά όχι για τα παιδιά. Σκεφτόμουν πως θα την έβλεπα μετά από τόσους μήνες. Αλήθεια απορώ πως κανονίστηκε τόσο εύκολα. Θα ήταν μάλλον πολύ δυνατή η σχέση μας για να αντέξουμε να ειδωθούμε ξανά. Έχω ακόμη κάτι από την σύγχυση της τυχαίας πρώτης συνάντησης. Πόσο αναπάντεχα έτρεξε πάνω μου. Οι γύρω αντάλλασσαν καχύποπτα βλέμματα ενώ εμείς ταξιδεύαμε πίσω, στην πολιτεία με τα μεγαλεπήβολα κτίρια και τους απέραντους κήπους κάπου στην κεντρική Ευρώπη. Ο χώρος είχε κουβαριαστεί περίεργα και ο χρόνος σκάλωνε στο μεταξύ του κόσμου μας και του κόσμου τους. Δεν κράτησε παραπάνω από λίγες στιγμές κι όμως είχε μια έντονη υφή ευτυχίας. Και θα την συναντούσα πάλι. Δεν το υποπτευόμουν τότε που προσπαθούσα να κοιμηθώ στο άβολο σαλόνι του πλοίου. Τώρα όμως η αναμονή για τα αυγουστιάτικα φεγγάρια με οργώνει άτσαλα.

Στεριά, πάλι

Ξημερώματα, γύρω στις έξι πατήσαμε στο νησί. Να ναι καλά ο φίλος μας εκεί, ήρθε και μας πήρε σπίτι του. Ταχτοποιήθηκα, πήρα μια τσάντα απ’ αυτές τις σχολικές, έριξα μέσα δυο τρία ρούχα και να σου σε κανένα μισάωρο έφτασα στα ΚΤΕΛ. Έχασα των οκτώμισι. Τι να ‘κάνα. Ας περίμενα και καμιά ώρα παραπάνω. Ο Μονοδιάστατος Άνθρωπος μαζί μου.

Επιβίβαση ξανά. Πρέπει να ήμουν αρκετά κουρασμένος γιατί δίχως να το σχεδίαζα κοιμήθηκα αρκετά. Κάθε άλλο παρά αναζωογονητικός ήταν εκείνος ο ύπνος άλλα τον χρειαζόμουν. Σε κάμποσα λεπτά βρέθηκε πάλι στα χέρια μου το βιβλίο με το ασπρόμαυρο εξώφυλλο. Βέβαια δεν έχω σκοπό να σκοτίσω κανέναν, αλλά η μοναξιά αυθόρμητα μου επέβαλλε να βολευτώ όπως-όπως. Ε, αυτό και έκανα.

Η αισιοδοξία μου κλονίστηκε για λίγο από τα λόγια της υπεύθυνης του γραφείου κίνησης αλλά είχα αρκετή εμπειρία από αναμονή ώστε μου στάθηκε δύσκολο να

απελπιστώ. Εξάλλου φιλικά μου πρόσωπα υπήρχαν και σ’ αυτή την πόλη να παρηγορήσουν για λίγο την ανυπομονησία μου. Αν ακόμη σκεφτεί κανείς πως ήταν άνθρωποι που μου την θύμιζαν λόγω της παρουσίας τους σε κείνην την εκδρομή, τότε ο χρόνος που απέμενε μέχρι την αναχώρηση του λεωφορείου πρέπει να ήταν σχετικά αδιάφορος.

Λιβυκό

Λίγη απ’ την οξύτητα της σκέψης μου να έβρισκα, θα είχα νευριάσει υπερβολικά με το οδικό δίκτυο της περιοχής. Η λέξη βομβαρδισμένο μόνο μια αμυδρή εικόνα της κατάστασης είναι ικανή να περιγράψει. Μόλις όμως αντίκρισα το λιβυκό πέλαγος, μέσα μου πανηγύριζα άγαρμπα. Αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά θα ανακουφιζό-μουν που θα έληγε εκείνη η άθλια διαδρομή αλλά τώρα ούτε που με ‘νοιαξε. Θα την έβλεπα. Θα ήταν εκεί με το βλέμμα της γεμάτο στιχάκια. Πράγματι, όταν κατέβηκα είδα την φιγούρα της να πάλλεται αδιόρατα στη ζέστη του Ιουλίου

«Αντώνη;!»

Έτρεξα. Τούτη η αγκαλιά ήταν διαφορετική. Με περισσότερες υποσχέσεις. Με ομορφότερα φεγγάρια. Οι χωριανοί δεν ρίξαν βλέφαρο προς εμάς. Μια στιγμιαία ριπή ανέμου μόνο διατάραξε την αναμενόμενη ροή των πραγμάτων. Κατά τα άλλα τίποτε δεν άλλαξε. Ούτε τα μάτια των ανθρώπων, ούτε οι σκέψεις τους. Εκείνη η μεσοτοιχία των κόσμων δεν υπήρχε. Δεν χρειαζόταν πια.

Στο κάστρο

Ένα μακρύ δρομάκι οδηγούσε σ’ ένα, μάλλον, μεσαιωνικό κάστρο, η τελοσπάντων σε ό,τι είχε απομείνει απ’ αυτό. Προηγουμένως με είχε μαγέψει εκείνη η εκπληκτική κοπέλα του τοίχου. Ίσως να ήταν το λουλούδι που κρατούσε στα χέρια της, με αφέλεια, όπως τα μαύρα μαλλιά της κρύβαν το ηλιοβασίλεμα. Στο ίδιο δωμάτιο, αγαπημένα στιχάκια μου χαμογελούσαν σε άλλους τοίχους.

Το αιώνιο αεράκι αυτού εδώ του νότου με ξανάφερε στο δρόμο για το κάστρο. Παρατημένα ερείπια όλο κι όλο το θέαμα. Μονάχα το τείχος του είχε σωθεί, αν και υπήρχαν κάμποσοι αόριστοι σωροί από πέτρες εδώ κι εκεί. Μα δεν με πολυνοιάξανε όλα αυτά. Πήραμε θέση σε μέρος ευνοϊκό για να δει κανείς κάθε γωνιά του μικρού χωριού. Τα βουνά στο βάθος αποκτούσαν έναν περίεργο όγκο στο γλυκό φως του απογεύματος. Ό,τι αιχμαλώτιζε το βλέμμα θα μπορούσε να γίνει ακριβός στίχος. Για τους ανθρώπους και την ευτυχία τους.

«Πόσα ποιήματα έχεις γράψει εδώ πάνω;»

«Κανένα. Γιατί;»

Δεν ξέρω. Δεν καταλαβαίνω ούτε τώρα πως μου ήρθε να τη ρωτήσω. Μα αρκούσε να βρίσκεται εκεί και τα μαύρα της μαλλιά να φυλάσσουν τα μυστικά του ηλιοβασιλέματος. Η κοπέλα του τοίχου. Εκείνη τη στιγμή, εκείνη η κοπέλα. Που λαθραία επιστρέφει στον επίπεδο κόσμο της να συνεφέρει με μια κίνηση του απαλού χεριού της ό,τι της κρύβει το λιγοστό φως. Το φως που βάραινε τα ματόφυλλα της και γύρισε κατά τη μεριά μου.

«Πάμε. Έχεις κι άλλα να δεις. Εντάξει, μπορεί να μην είναι ο τόπος μου σαν την πολιτεία σου αλλά έχει ομορφιές.»

«Υπέροχα. Η πολιτεία μου δεν έχει καμία.»

Πρέπει να γέλασε γιατί τα χείλη της πλάτυναν αυθόρμητα. Σε λίγα λεπτά περνούσαμε από ένα παλιό ναρκοπέδιο. Ήταν στην περιοχή του κάστρου. Στο κέντρο περίπου υπήρχε ένα από κείνα τα κακότεχνα κτίρια που μοιάζουν με κουτιά. Κάτι αλλόκοτα αγκάθια αποτελούσαν όλη κι όλη την βλάστηση του μικρού υψώματος. Μα πόσοι έρωτες ν’ ανθίσαν πλάι σε τούτα τα ξερόχορτα. Καλοκαίρια. Ραντεβουδάκια το απόβραδο και βόλτες απ’ άκρη σ’ άκρη στον γερασμένο τόπο. Τα πρώτα φιλιά. Τα πρώτα μεγάλα ‘σ’ αγαπώ’ μ’ ένα κόμπιασμα ψηλά, να εκεί που αρχίζει ο λευκός λαιμός της. Τα τραγούδια που σιγοψιθυρίζονται σαν νανούρισμα.« Έλα λευκό μου σύννεφο και γίνε προσκεφάλι…». Έλα λευκό μου σύννεφο και ενοχικό μου τρέμουλο. Έλα γιατί βαθαίνουν τα νερά και γω ντύνομαι συγκαταβατικά χαμόγελα και αρνήσεις…

Το πέτρινο ερπετό

«Με τι σου μοιάζει εκείνο το βουνό;», με ρώτησε.

«Με τίποτα. Τι είναι;»

«Οι ντόπιοι το λέμε κροκόδειλο γιατί, δες, φαίνεται σαν κροκόδειλος που ξαπλώνει και κοιτάει προς τη θάλασσα. Προς τα κει είναι και η Γαύδος. Είναι μέρες που αν προσέξεις, φαίνεται στο βάθος.»

«Σου έχω πει ότι κάποιο καλοκαίρι σκοπεύω να πάω εκεί για κατασκήνωση; Ναι, εδώ και κάμποσα χρόνια το ‘χω βάλει στο μυαλό μου. Δίκιο έχεις, σαν κροκόδειλος είναι. Ένα τεράστιο πέτρινο ερπετό»

Απ’ την άλλη μεριά του λόφου ένα μικρό λιμανάκι σφιχταγκάλιαζε πέντε-δέκα καΐκια. Ποιο πλαίσιο σε χρηματοδότησε και ποιών οι κόποι σ’ έχτισαν κι εσένα; Η μεγάλη πινακίδα ανέγραφε κάμποσες πηγές χρηματοδότησης. Έτσι, σβήστηκαν απ’ την ιστορία τα σπασμένα δάχτυλα του Δημήτρη, τα ματωμένα γόνατα του Αλέκου, η κήλη του Μάρκο, η υπερκόπωση του Τζεμάλ που τον άφησε δυο βδομάδες εκτός και πέντε μήνες πεινασμένο. Οι ταβερνιάρηδες στην άλλη μεριά έτριβαν τότε τα χέρια τους. Καμιά εκατοστή νοματαίοι θα ξαπόσταιναν στις καρέκλες τους το μεσημέρι. Ε, όσο να πεις κάτι θα τσιμπούσαν. Θα τα βόλευαν, έστω και με τους εργάτες. Οι τουρί-στες ξοδεύονταν όλοι στον βόριο άξονα. Αυτός ο νότος πόσα χρόνια μένει εκτός της κοινής μας οικονομικής μοίρας; Κι όταν τον σκεφτούν θα είναι για να γεμίσουν τις ακτές του με νέες εγκαταστάσεις. Ξενοδοχεία και ελληνάδικα και καταναλώστε πα-ράδοση. Οι επενδυτές δεν θ’ αργήσουν να φανούν κατά δω. Είναι που μου ‘δειξε κείνο το αυθαίρετο του αντιδημάρχου και οι σκέψεις έτρεξαν καταπάνω μου σαν φο-βισμένο κοπάδι.

«Είδες Αντώνη, αυτή η ριμάδα η αξιοκρατία πως πάει και χώνεται παντού;!»

«Αλίμονο. Γιατί να μην εκσυγχρονιστεί και αυτός ο τόπος; Ορθολογικότητα συντρόφισσα. Ορθολογικότητα.»

Αυτή η μαγική λέξη που δίνει τόσο εύκολα όσα συγχωροχάρτια χρειάζονται οι μηχανισμοί που χαϊδεύουν γυμνή τη ραχοκοκαλιά ολάκερης της ανθρωπότητας. Και το πέτρινο ερπετό νοσταλγικά κοιτάζει τον ορίζοντα περιμένοντας ένα σημάδι για να ξεσκουριάσει.

Η δυτική παραλία

«Να, εδώ θα έρθουμε για μπάνιο. Α, και να ξέρεις πως δεν πάω καθόλου συχνά στη θάλασσα. Επειδή ήρθες εσύ. Μόνο και μόνο για αυτό και πάλι μέχρι τα γόνατα θα μπω. Μου χρωστάς μεγάλη χάρη, ε.»

«Θα κάνει τέτοια θυσία για μένα;»

«Μην ειρωνεύεσαι γιατί θα το μετανιώσω.»

«Εντάξει, εντάξει μικρή ποιήτρια.»

«Μη με λες έτσι. Δεν είμαι και δεν θέλω να γίνω»

«Δίκιο έχεις. Δεν το εννοούσα. Ούτε κι γω το δέχομαι. Και ίσως για κανέναν. Όχι α-πλά ως τίτλο αλλά ως ιδιότητα, ως στοιχείο διάκρισης. Ξέρεις, πολλή τέχνη για την τέχνη βρομάει.»

«Μα… η λέξη;»

«Ναι, δεν έχω ακόμη τα επιχειρήματα. Μόνο την διαίσθηση. Γι’ αυτό άλλωστε το κρατάω για μένα.»

«Όμως μόλις μου το είπες. Άρα δεν σε βλέπω και να το πολυκρατάς.»

«Με σένα δε νιώθω ενοχές για τα λάθη της λογικής μου. Είναι που αφουγκραζόμαστε μερικές φορές τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο. Να μη το ξεχάσω όμως. Τα παιδιά πότε έρχονται; Να τους προλάβω.»

«Αύριο, αύριο. Μίλησα με τα κορίτσια.»

«Ωραία. Η παρέα της Βιέννης, έστω και λειψή, θα αναβιώσει»

Ψέματα. Δεν με απασχολούσε καμιά παρέα. Όχι ότι είχα πρόβλημα με τα παιδιά. Όλοι τους ήταν εντάξει. Είναι όμως που είχα τη σκέψη μου στραμμένη σ’ εκείνη.

«Λοιπόν τι λες, να περάσουμε από το σπίτι να αλλάξουμε και να έρθουμε ύστερα για τη βουτιά που λέγαμε;»

«Ναι. Έχω ακόμη την αίσθηση του ταξιδιού πάνω μου και η θάλασσα θα ήταν ό,τι καλύτερο τώρα.»

«Οπότε, στρίβουμε από εδώ αριστερά…»

«Πάντα...»

«Αντώνη!» Έγινε για λίγο αυστηρή.

«Αφού κι εσύ τα ίδια, σχεδόν, μυαλά κουβαλάς!»

«Κοίτα τον πως ψαρώνει!»

«Για πάμε, για πάμε…!»

Και γέλασε. Έτσι, για απλά πράγματα. Χωρίς ιδιαίτερο λόγο.

Στις πρόβες

«Πάντως χαρά στο κουράγιο σας που ανεβάζετε παραστάσεις, που το φτάσατε μέχρι εδώ. Κι αντέξατε ήδη τέσσερα χρόνια. Δεν το καταφέρνει ο καθένας αυτό κι ειδικά τόσο αυθόρμητα. Πρέπει να στοιχίζει μπόλικη ψυχική εξάντληση.»

«Κούραση, θυμό, καβγάδες όλα τους είναι συμμέτοχοι. Μα σαν μπαίνουμε στη δίνη του κειμένου, στους ουρανούς του θεάτρου τότε τα ξεχνάμε όλα. Πετύχαμε να γινόμαστε ένα κάθε που προβάρουμε, που φτιάχνουμε σκηνικά, που ανεβαίνουμε στη σκηνή. Ό, τι κι αν δίνουμε το παίρνουμε πίσω και με το παραπάνω»

«Ώστε απ’ την αρχή ως το τέλος της κάθε παράσταση είναι εντελώς δική σας…»

«Ναι, όπως το ‘πες. Τώρα που θα πάμε στην πρόβα θα το δεις. Θα γνωρίσεις και τους φίλους μου εδώ. Την μια την γνώρισες ήδη στη Θεσσαλονίκη.»

«Α, είναι και η φοιτήτρια στο κόλπο…»

«Ε, φυσικά. Είναι δυνατόν να λείπει;»

Όσο μιλούσε, εκείνο το όμορφο μουτράκι είχε μια περίεργη λάμψη που το ‘φτιαχνε αλλιώτικα όμορφα στο έβγα του απομεσήμερου. Ήταν η ζωή της κι ο έρωτας αυτές οι παραστάσεις. Όμως κυρίως ήταν, δεν θα ‘χε σημασία αλλιώς, ο δρόμος που τραβούσαν όλοι τους μαζί μέχρι την παράσταση. Και αλήθεια ήταν να απορείς πως ένα τόσα δα κοριτσίστικο κορμί ορμούσε με το πινέλο της στα σκηνικά και πως μετά λικνιζότανε και κουμαντάριζε το πολίτικα ιδίωμα κραδαίνοντας αδιάφορα το σενάριο στο χέρι της. Κι ύστερα μελωδίες φτάνανε για να βολευτούν όπως-όπως δίπλα στο απόγευμα που έφτανε στο τέλος του τινάζοντας από πάνω του την σκόνη του καλοκαιριού.

Η κουβέντα, στο μεταξύ, δεν άργησε να τσιγκλήσει την έξαψη μας και έτσι αφού βολευτήκαμε στο τσιμέντο της σχολικής αυλής, ανέβαινε σταδιακά ο τόνος της φωνής. Μα ακουστήκαν και ουσιώδη πράγματα, απ’ αυτά που γίνονται δάσκαλοι και φίλοι σου. Κι όμως τα μάτια μου περιφέρονταν στο χώρο ζητώντας επίμονα κάτι. Να εκεί, στην πόρτα της μεγάλης αίθουσας με την φόρμα της λερωμένη, κόκκινη και μπλε και πράσινη. Τριγυρνούσε αγχωμένα, ψάχνοντας πότε μπογιές, πότε κολλητική ταινία. Πάντως δεν ησύχαζε, αυτό είναι το σίγουρο.

Σαν πρόβα

Κι ενώ διαπίστωνα πως η μούσα μου με πρόδιδε γι’ άλλη μια φορά, γι’ αυτό άλλωστε κάνουν οι μούσες, η βραδινή βόλτα, ο ουρανός στην παραλία, ο αποχαιρετισμός δεν νικούν, πραγματικότητα και λέξη, αυτό τον αχρείο δυνάστη, το χρόνο. Κάπως έτσι οι υποσχέσεις μένουν ως έχουν και οι ενοχές τα βρίσκουν με το υποσυνείδητο και το πρωινό ξύπνημα. Και δεν έχουμε εδώ ούτε καθάρσεις, ούτε θεούς, ούτε ακόμη-ακόμη και ανατροπές απ’ αυτές που φέρνουν λυγμούς. Μόνο σαν πρόβα που σέβεται τον εαυτό της, αφήνω κι εγώ την γραφική μου ύλη κάπου στη μέση.

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2008

Επιστοφή-Τεχνοδομή και Εκπαιδευτικό Σύστημα-Μέχρι τον Οκτώβρη

Να 'μαι πάλι στους τόπους που φιλοξένησαν την παρελθούσα μου εφηβεία και θα στερηθούν όσες θα έρθουν από δω κι έπειτα. Με αέρα-αέρηδες- φοιτητικό κουρνιάζω όπως-όπως σε μια από τις συχνές αναμονές μου -όσο πάει μου φαίνεται από τη ζωή αυτό θα καταλήξουμε να αντιλαμβανόμαστε, θα μας ΚΑΤΑΛΗΞΟΥΝ. Είναι που προσπαθώ με το χέρι να ξεφορτωθώ όση καλοκαιρινή ραστώνη ξεχάστηκε στους ώμους και στο γένι μου, είναι που ξεσυνήθισα τον ψυχαναγκασμό του εκπαιδευτικού συστήματος- Ακόμα να στρωθείς! Θα πας χαμένος! Υποδείξεις γνώριμες για όλους και όλες τους/τις υποψηφίους/υποφήφιες του έτους 2008-2009.
Με αφορμή την αποφοίτηση μου από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και την εισαγωγή μου σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα άρχισα να καταγράφω ορισμένες σκέψεις οι οποίες με απασχολούν αρκετά συχνά από τότε που αντιλήφθηκα το ανούσιο όχι (μόνο) του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, μα του εκπαιδευτικού συστήματος γενικά. Αφορμή της αμφισβήτησης στάθηκε μάλλον το βιβλίο του Ivan Ilits "Κοινωνία χωρίς σχολεία", αν και η προβληματική μου είναι κάπως διαφορετική από εκείνη του παραπάνω συγγραφέα. Στο παρών δοκίμιο γίνεται πραγμάτευση του εκπαιδευτικού συστήματος σε σχέση με την τεχνοδομή. Εδώ θα αναρτηθεί το πρώτο μέρος του. Μια ποιο ολοκληρωμένη ανάλυση ούτε μπορώ να κάνω, ούτε θα προσφέρει κάτι περισσότερο από επαναλήψεις στοιχείων της εκπαίδευσης που έχουν ήδη γίνει γνωστά. Λοιπόν, Τεχνοδομή και Εκπαιδευτικό σύστημα.
"Εκπαιδευτικό". Τι ακριβής λέξη! Μα πριν από οποιαδήποτε θεαματική παράσταση, αναπαράσταση της ζωής (του πραγματικά βιωνόμενου) είναι απαραίτητη μια κάποια δρομολόγηση των πραγμάτων. Αλλά εμείς ξεφύγαμε από αυτήν την λούπα πια και πρέπει να αρχίσουμε σιγά-σιγά να σκεφτόμαστε πως θα κουμαντάρουμε την επόμενη, την πιο δύσκολη και απρόσωπη, την ανώτατη εκπαίδευση (για την "εκπαίδευση" ισχύουν τα ίδια).
Οι διαφοροποιήσεις, οι τόσο "πρόδηλες και ουσιαστικές" συναντιούνται όλες στον ίδιο τόπο. Στον τόπο της τεχνοδομής. Η διαφορά στην τεχνοδομή, που δεν είναι διαφορά αλλά διαφοροποιημένη διανομή του εμπορεύματος τεχνοδομή, συμπαρασύρει όλα τα φαινομενικά αλλιώτικα και πρωτόγνωρα του ανώτατου τομέα εκπαίδευσης. Παρόλα αυτά ο οποιοσδήποτε εκπαιδευτικός τομέας διευθετείται, ρυθμίζεται, εξουσιάζεται από την εμπορευματική οικονομία. Ο μοναδικός διαχωρισμός που συντελείται, μαζί με τον διαχωρισμό της τεχνοδομής, είναι αυτός της γνώσης, πρώτα-πρώτα της ολικής γνώσης που έχει κατακτηθεί κοινωνικά και έπειτα της παρεχόμενης από το σύστημα γνώσης. Και αυτός ο διαχωρισμός με τη σειρά του προωθείται από το εμπόρευμα. Και προωθείτε ακριβώς ως διαχωρισμός επειδή κατ' αυτόν τον τρόπο και μόνο εξυπηρετείται απόλυτα η εμπορευματική οικονομία: Με τους εκατοντάδες επαγγελματικούς κλάδους, και τις επιμέρους εξειδικεύσεις, ώστε να ακμάζει η παραγωγή και να εντείνει την ήδη επιβεβλημένη κυριαρχία της.
Ως προς τις διαφοροποιήσεις της τεχνοδομής.
1)Το επίπεδο των τεχνικών μέσων και της ενσωμάτωσης της τεχνολογίας γενικά στην εκπαιδευτική διαδικασία ρυθμίζεται ως σύνολο από τις ανάγκες της σύγχρονης παραγωγικής διαδικασίας και όχι από τις απαιτήσεις της εκπαίδευσης, μιας και αυτές αποτελούν την διατύπωση των αναγκών του παραγωγικού συστήματος στην γλώσσα που δόθηκε στην εκπαίδευση από την εμπορευματική οικονομία η οποία και κατισχύει στην κοινωνική ζωή, στην συνολική αλλά και στις επιμέρους της εκφάνσεις(π.χ συμμετοχή στην εκπαιδευτική διαδικασία).
2)Πρέπει να καταστεί σαφές πως ο όρος τεχνοδομή περιλαμβάνει κάθε υλικό μέσο το όποιο χρησιμεύει στην εκπαιδευτική διαδικασία. Οπότε σε τούτο το σύνολο εντάσσονται και οι κατεξοχήν φορείς της παρεχόμενης γνώσης, τα σχολικά, ακαδημαϊκά εγχειρίδια ή συγγράμματα. Η επιβεβλημένη και γι' αυτό κοινά αποδεκτή άποψη περί αντικειμενικότητας τους με μόνη απόδειξη την ύπαρξη τους, καταλογίζοντας παράλληλα τις όποιες τάσεις υποκειμενισμού στον τρόπο μεταφοράς της παρεχόμενης γνώσης δεν στέκει, είναι άτοπη. Η ηθικολογική άποψη περί ουδετερότητας των μέσων δεν παίρνει υπόψη της το σημαντικότερο: την μέθοδο. Η μέθοδος λοιπόν με την οποία κινείται η παρεχόμενη γνώση είναι η μέθοδος που επιβάλλει η κυρίαρχη ιδεολογία, η οποία εκφράζεται εν προκειμένω υλικά μέσω της τεχνοδομής. Και πάλι θα ειπωθεί πως η μέθοδος είναι κι αυτή ουδέτερη. Δεν πρόκειται παρά για μια ακόμη απλουστευμένη άποψη. Η μέθοδος αναπαραγάγει τον κυρίαρχο τρόπο σκέψης, οριοθετεί το γνωστικό πεδίο( τα περίφημα αναλυτικά προγράμματα) και τον τρόπο προσέγγισης της γνώσης(συγκεκριμένες μορφές απάντησης οι οποίες προϋποθέτουν και την υιοθέτηση ενός συγκεκριμένου τρόπου ανάλυσης των δεδομένων). Η τεχνοδομή επιβάλει τον κυρίαρχο τρόπο σκέψης και ταυτόχρονα πετυχαίνει την συνεχή επιβεβαίωση αυτής της κυριαρχίας. Η εμπορευματική οικονομία εκθειάζει συνεχώς τον εαυτό της.
3)Όλα τα διαχωρισμένα σημεία του συνόλου εκπαίδευση ενοποιούνται στον τελικό και απόλυτο σκοπό του συστήματος: στην παραγωγή στελεχών ικανών να συμβάλλουν με την όποια εξειδίκευση τους στην παντοδυναμία αυτού. Οπότε μπορούμε να απαλλαγούμε από τον μυστικιστικό μανδύα της εκπαίδευσης και να την ορίσουμε πλέον ξεκάθαρα ως διαδικασία παραγωγής στελεχών-εμπορευμάτων που θα εξοπλίσουν την σύγχρονη παραγωγή. Η ίδια η εκπαίδευση είναι ένας επιμέρους τομέας της παραγωγής. Η τεχνοδομή στην εκπαίδευση αναλαμβάνει τον ίδιο ρόλο με αυτόν που αναλαμβάνει και στην παραγωγή. Οι όποιες διαφορετικές της όψεις, όψεις που επιβάλλονται, όλες αποτελούν ψευδείς μαρτυρίες της αγνότητας της εκπαίδευσης.
Στο σημείο αυτό είναι βασικό να τονιστεί πως άλλο πράγμα είναι "οι διαφοροποιήσεις στην τεχνοδομή" και άλλο "η διαχωρισμένη τεχνοδομή ή οι ειδικεύσεις της τεχνοδομής". Το πρώτο αφορά τις απόπειρες παρουσίασης ως αυτόνομης, ως προς το σκοπό, της κάθε βαθμίδας εκπαίδευσης. Το δεύτερο σχετίζεται με τη λειτουργία της τεχνοδομής ως τεχνοδομή της παραγωγής στην εκπαίδευση. Ο διαχωρισμός της τεχνοδομής στην παραγωγή είναι υπαρκτός.
...

Τα επόμενα μέρη θα αναρτηθούν μάλλον από τον Οκτώβρη και μετά. Κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο ώστε να γίνει η μελέτη παραγόντων που επηρεάζουν το συγκεκριμένο δοκίμιο και οι οποίοι δεν έχουν προσεχθεί ιδιαίτερα αλλά και για να "ξαναγραφτεί" το πρώτο αυτό μέρος.

Σάββατο 16 Αυγούστου 2008

Φασισμός και πειθώ

Κάποιοι πρόχειροι στοχασμοί σε ζητήματα σχετικά με μέρος των φασιστικών πρακτικών. Το πεδίο τοποθετήσης των πρακτκών είναι οι συνθήκες προσέγγισης της φασιστικής ιδεολογίας από τους νέους, ή το αντίστροφο. Το σημαντικό κατα κύριο λόγο είναι οι κοινωνικές συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήται η προσέγγιση, εν ολίγοις η διαδικασία της ταξικής πάλης.
Οι κριτικές όχι μόνο ευπρόσδεκτες...απραίτητες! Επισημάνετε κενά, νέες πτυχές, παρατηρήστε και αναφέρετε λάθη.

Η έντονη ροπή αυτής της νεολαίας σε φασίζοντα ιδεολογήματα. Με τα βλέμματα εγκλωβισμένα σε επικού τύπου αυτό-ικανοποιήσεις δηλαδή. Η τέλεια επιβολή της εξουσίας στην ανθρώπινη ύπαρξη. Μα ποια ύπαρξη; Μετά από τις αλλοτριωτικές διεργασίες που κουβαλά ο φασισμός ο άνθρωπος χάνεται κάπου στην μετάφραση. Μετάφραση του γεγονότος σε φαντασιοπληξία. Ή έντονη θέληση για καθορισμό της πραγματικότητας από βολικές υποθέσεις . Όταν το άτομο φτάνει στο σημείο να αγνοεί τα γεγονότα, το βίωμα, την μέθεξη των αισθήσεων με το υπαρκτό, την αμεσότητα της επαφής με τη δράση πείθεται πως ο προσωπικός του λόγος αυταπόδεικτα χρίζεται ιστορικός λόγος, αιώνιος και αλάθητος. Μα πάνω απ’ όλα η αληθοφάνεια του επιχειρήματος. Λόγος που επιβάλλεται το δίχως άλλο. Λεκτικοί γαργαντούες και υπερβολική χρήση των σημείων στίξης. Όταν η γλώσσα αποκτά λειτουργία φασιστική. Όχι απ’ την φύση της αλλά απ’ την αντίληψη κάποιων για τα πράγματα.
Η σημασία του απειλητικά κινούμενου χεριού. Η συμβολή του στην έγκριση του επιχειρήματος. Η τελευταία δεν είναι πλέον μόνο το αποτέλεσμα της λογικής επεξεργασίας του λόγου. Είναι η νηνεμία που ακολουθεί την φορτισμένη ιεροτελεστία της πειθούς όπως χρησιμοποιείται απ’ τους ινστρούχτορες του 21ου αιώνα, τους πεφωτισμένους σωτήρες των μαζών . Και η κατάσταση αυτή είναι τόσο ευπαθής, που το παραμικρό ταρακούνημα του ατόμου στο πλαίσιο της πειθούς, της πειθούς όπως λειτουργεί ώστε να εκβιάζει συνειδήσεις, το φυλακίζει στο προβαλλόμενο ιδεολόγημα. Αυτή την τάση των σύγχρονων ανθρώπων εκμεταλλεύονται ως ένα βαθμό οι νεοναζιστικές και φασιστικές ιδεολογίες. Η αδυναμία του ανθρώπου να χειριστεί επιχειρήματα ώστε να αντικρούσει άλλα και ο εκβιασμός, στην ουσία, των (δήθεν) δημοκρατικών κοινωνιών ώστε να απολιτικοποιηθούν οι μάζες με την δικαιολογία ό,τι κάτι τέτοιο είναι πλέον αναχρονιστικό και άτοπο προσφέρουν ανεμπόδιστα τον νου στις παντός είδους «επιδιορθώσεις». Η αποστασιοποίηση από τα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα συνεπάγεται την καταστολή της πολιτικο-κοινωνικής ύπαρξης του ανθρώπου. Δεν εννοώ την τυφλή υποταγή στο status quo της τυποποιημένης συμμετοχής(του πιθηκισμού και της τηλε-ένταξης, τηλε-δράσης) ή της αξιωματικά λειτουργώσας πολιτικής συνείδησης. Την αδράνεια και την υποκριτική ενεργητικότητα εκμεταλλεύεται ο φασισμός και υφέρπει σε πλήθος εκφάνσεων της κοινωνικής και προσωπικής ζωής. Ας αναλογιστεί κανείς την σημασία που αποκτά σε συγκεκριμένες συνθήκες η εξακρίβωση της ανωτερότητας, η αυτοπραγμάτωση μέσω αυτής και στη συνέχεια η έντονη επίδειξη και εφαρμογή των πρακτικών της. Η απεμπόληση της λογικής, ή ακριβέστερα η ποικιλοτρόπως παραποίηση της, κάνουν τους ανθρώπους εξαιρετικά δεκτικούς σε αντιλήψεις οι οποίες δεν συλλαμβάνονται ως προς τον αντικατοπτρισμό τους στα παντός είδους γίγνεσθαι, αλλά σύμφωνα με την διαισθητική προσέγγιση των πραγμάτων και την συναισθηματική τέρψη που προσφέρουν.
Οι ενστάσεις μου ως προς την εκμετάλλευση του λόγου από αυταρχικά ιδεολογήματα επικεντρώνεται στην τακτική νοηματοδότησης των λέξεων, κατά κύριο λόγο, και στη συνέχεια στις συντακτικές επιλογές, στον χρόνο αποκάλυψης του «νέου» νοήματος μιας λέξης, στην σημασία που δίνεται κάθε φορά στην επικύρωση της δεδομένης διαφοροποίησης του νοήματος των λέξεων συγκριτικά με τις σταθερές που υιοθετούνται αυτόματα πριν κάθε διάλογο. Ο ομιλητής που διαλέγεται με στόχο τον δόλο του άλλου , συνειδητά η ασυνείδητα ανάλογα με το αξίωμα του( υποστηρικτής, ταγός της δεδομένης παράταξης, ιδεολόγος που απλά συνεισφέρει κτλ), αφήνεται στην δικτατορία της συγκυριακής νοηματοδοσίας των λέξεων. Δεν πρόκειται να παρεκκλίνει. Επιζητά την σύγχυση( με όποιο τίμημα), όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, των συλλογισμών στους οποίους αναπόδραστα οδηγείται κάθε αφελής και «συγκαταβατικός» συνομιλητής. Από κει και πέρα το μόνο που χρειάζεται ο τελευταίος είναι ένα «σπρώξιμο» εν ίδει ιδεαλιστικού εντυπωσιασμού, έχοντας πάντα ως άξονα την εκμετάλλευση των κενών γνώσης του λόγου που χαρακτηρίζει αυτόν τον (γι’ αυτό) συγκαταβατικό και αφελή συνομιλητή του προπαγανδιστή του τάδε ιδεολογήματος.
Το δυνατό χαρτί είναι η αδυναμία των πλατιών μαζών να κατανοήσουν τα λεκτικά νοήματα, η δεκτικότητα στον έξωθεν καθορισμό του κάθε λεκτικού περιεχομένου, η ραθυμία (προϊόν αλλοτρίωσης) για στοχασμούς περί του περιεχομένου αυτού των λέξεων. Ας μη προσπαθήσει κανείς να αντιληφθεί ως εικόνα το παραπάνω λογικό σχήμα. Διότι δεν πρόκειται περί πεπερασμένων προσωπικών πράξεων. Στοχασμός εν προκειμένω είναι η συλλογική προσπάθεια κατανόησης της γλωσσικής πραγματικότητας και τελική ερμηνεία της βάσει συγκεκριμένων επιδράσεων και σταθερών.